πρωτοπολίτης

πρωτοπολίτης
ὁ, Μ
1. ο πρώτος μεταξύ τών πολιτών, ο εξέχων
2. στον πληθ. οἱ πρωτοπολῑται
οι άριστοι, οι επιφανείς πολίτες.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • πρωτοπολιτῶν — πρωτοπολίτης first citizen masc gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πρωτοπολίτην — πρωτοπολίτης first citizen masc acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πρωτοπολίτου — πρωτοπολίτης first citizen masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πρωτ(ο)- — και πρωθ ΝΜΑ α συνθετικό πολλών λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, που ανάγεται στο επίθ. πρῶτος και δηλώνει: α) ότι κάτι γίνεται, συμβαίνει για πρώτη φορά (πρβλ. πρωτο γεννώ, πρωτο λέγω, πρωτο φανής) β) ότι κάποιος ενεργεί ή δέχεται μια… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”